μέσσοι — μέσος b masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσοι — και, ποιητ. τ., μέσσοι (Α) επίρρ. στη μέση, στο μέσον, μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. τοπικής πτώσης οι (πρβλ. οίκ οι). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] … Dictionary of Greek